- υστεροστάτης
- ὁ, Μ1. εκκλ. μέλος μοναχικού τάγματος με πολύ χαμηλό αξίωμα2. στρατιώτης που τάσσεται στην τελευταία γραμμή φάλαγγας και, κατ' επέκτ., ασήμαντος στρατιώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -στάτης (< θ. στα- τού ἵστημι), πρβλ. πρωτο-στάτης].
Dictionary of Greek. 2013.